Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
random-access memory
/ɹˈændəmˈæksɛs mˈɛmɚɹi/
/ɹˈandəmˈaksɛs mˈɛməɹˌi/
Random-access memory
01
μνήμη τυχαίας προσπέλασης, RAM
a type of computer memory tasked with temporarily storing data for a quicker access
Παραδείγματα
The new gaming laptop boasts 16 GB of RAM for smooth multitasking and faster loading times.
Ο νέος φορητός υπολογιστής για παιχνίδια διαθέτει 16 GB μνήμης τυχαίας προσπέλασης για ομαλή πολυδιεργασία και ταχύτερο χρόνο φόρτωσης.
Video editors often require large amounts of RAM to handle high-resolution footage and complex editing software.
Οι επεξεργαστές βίντεο συχνά απαιτούν μεγάλες ποσότητες μνήμης τυχαίας προσπέλασης για να χειριστούν υλικό υψηλής ανάλυσης και πολύπλοκα λογισμικά επεξεργασίας.



























