Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rainstorm
01
καταιγίδα, βροχόπτωση
a heavy rainfall
Παραδείγματα
The rainstorm flooded the streets within minutes.
Η καταιγίδα πλημμύρισε τους δρόμους σε λίγα λεπτά.
They canceled the picnic due to an approaching rainstorm.
Ακύρωσαν το πικνίκ λόγω μιας επερχόμενης καταιγίδας.
Λεξικό Δέντρο
rainstorm
rain
storm



























