Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rainproof
01
αδιάβροχο, ανθεκτικό στο νερό
not permitting the passage of water
Λεξικό Δέντρο
rainproof
rain
proof
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αδιάβροχο, ανθεκτικό στο νερό
Λεξικό Δέντρο
rain
proof