Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Railway station
01
σιδηροδρομικός σταθμός, σταθμός
a place designed for goods or passengers to get on or off trains
Dialect
British
Παραδείγματα
She arrived at the railway station an hour early to catch her train to London.
Έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό μια ώρα νωρίτερα για να πιάσει το τρένο της για το Λονδίνο.
The railway station was bustling with travelers, all rushing to board their trains.
Ο σιδηροδρομικός σταθμός ήταν γεμάτος από ταξιδιώτες, όλοι βιαζόντουσαν να επιβιβαστούν στα τρένα τους.



























