Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rails
01
ράγες, σιδηροδρομική γραμμή
a bar or pair of parallel bars of rolled steel making the railway along which railroad cars or other vehicles can roll
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ράγες, σιδηροδρομική γραμμή