Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Raillery
01
αστείο, φιλικό πείραγμα
a type of teasing and joking that is friendly and good-natured
Παραδείγματα
The team enjoyed some light raillery during their break, which kept the mood cheerful.
Η ομάδα απολάμβανε κάποια ελαφριά πλάκα κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, που διατήρησε τη διάθεση χαρούμενη.
His raillery was always good-natured, making everyone laugh without feeling offended.
Το πείραγμά του ήταν πάντα καλοπροαίρετο, κάνοντας όλους να γελούν χωρίς να νιώθουν προσβεβλημένοι.
Λεξικό Δέντρο
raillery
rail



























