Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Railcar
01
σιδηροδρομικό βαγόνι, αυτοκινούμενο βαγόνι
a type of train car that can move on its own and is used to carry passengers or goods
Παραδείγματα
She boarded the railcar for her daily commute to the city.
Ανέβηκε στο βαγόνι για την καθημερινή της μετακίνηση στην πόλη.
He noted the modern amenities available in the new railcar.
Σημείωσε τις μοντέρνες ανέσεις που διατίθενται στο νέο βαγόνι.
Λεξικό Δέντρο
railcar
rail
car



























