Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Railing
01
κιγκλίδωμα, κάγκελο
a barrier consisting of a horizontal bar and supports
02
κιγκλίδωμα, παρωπίδα
material for making rails or rails collectively
Λεξικό Δέντρο
railing
rail
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κιγκλίδωμα, κάγκελο
κιγκλίδωμα, παρωπίδα
Λεξικό Δέντρο