Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
raddled
01
εξαντλημένος, κουρασμένος
looking extremely tired, often due to stress or exhaustion
Παραδείγματα
After several sleepless nights, she appeared raddled and frazzled.
Μετά από αρκετές αγρυπνίες, φαινόταν εξουθενωμένη και κουρασμένη.
The actor looked raddled under the harsh lights, showing the toll of the long shoot.
Ο ηθοποιός φαινόταν εξουθενωμένος κάτω από τα δυνατά φώτα, δείχνοντας την κούραση από τα μακρά γυρίσματα.
02
φθαρμένος, εξαντλημένος
used until no longer useful
Λεξικό Δέντρο
raddled
raddle



























