Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Racquetball
02
μπάλα ρακέτμπολ, μπάλα του ρακέτμπολ
a small rubber ball with a high bounce, specifically designed for use in the racquetball sport
Παραδείγματα
He served the racquetball into the corner with precision.
Σέρβιρε την μπάλα του ρακέτμπολ στη γωνία με ακρίβεια.
His lob shot with the racquetball landed deep in the opponent's court.
Το λοβ σουτ του με την μπάλα του ρακέτμπολ προσγειώθηκε βαθιά στο γήπεδο του αντιπάλου.



























