LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Quietness
/kwˈaɪətnəs/
/ˈkwaɪətnəs/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "quietness"
Quietness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the property of making no sound
02
the state of being quiet
quiet
quietness
quietude
silence
Παράδειγμα
He
appreciated
the
comparative
quietness
of
the
countryside
compared
to
the
bustling
city
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App