Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Quietness
01
σιωπή, ησυχία
the property of making no sound
Παραδείγματα
The quietness of the early morning was the perfect time for reflection.
Η ησυχία του πρωινού ήταν η τέλεια στιγμή για στοχασμό.
She found peace in the quietness of the library, where no one disturbed her.
Βρήκε την ηρεμία στην ησυχία της βιβλιοθήκης, όπου κανείς δεν την ενοχλούσε.
Λεξικό Δέντρο
quietness
quiet



























