Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
qualitative
01
ποιοτικός, σχετικός με την ποιότητα
related to or involving quality of something, not numbers or amounts
Παραδείγματα
The qualitative analysis of the artwork focused on its emotional impact rather than its monetary value.
Η ποιητική ανάλυση του έργου τέχνης επικεντρώθηκε στη συναισθηματική του επίδραση παρά στην οικονομική του αξία.
Her research used qualitative methods to explore the experiences of cancer survivors.
Η έρευνά της χρησιμοποίησε ποιοτικές μεθόδους για να εξερευνήσει τις εμπειρίες των επιζώντων από καρκίνο.
Λεξικό Δέντρο
qualitatively
qualitative



























