Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
puppyish
01
σκυλάκι, παιχνιδιάρης σαν κουτάβι
showing playful or enthusiastic behavior typical of a young dog
Παραδείγματα
His puppyish enthusiasm made everyone smile.
Ο σκυλάκι ενθουσιασμός του έκανε όλους να χαμογελάσουν.
She had a puppyish excitement about the trip.
Είχε μια κουταβίσια ενθουσιασμό για το ταξίδι.
Λεξικό Δέντρο
puppyish
puppy



























