Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
provisionally
01
προσωρινά, με προσωρινό τρόπο
in a manner that is temporary or conditional, with the possibility of change or further confirmation
Παραδείγματα
The event date is provisionally set for next month, pending venue availability.
Η ημερομηνία της εκδήλωσης ορίζεται προσωρινά για τον επόμενο μήνα, με την επιφύλαξη της διαθεσιμότητας του χώρου.
The team provisionally approved the budget, pending a thorough review of expenses.
Η ομάδα ενέκρινε προσωρινά τον προϋπολογισμό, σε εκκρεμότητα μιας διεξοδικής ανασκόπησης των δαπανών.
Λεξικό Δέντρο
provisionally
provisional
provision
vision



























