Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
temporarily
01
προσωρινά, προσωρινώς
for a limited period of time
Παραδείγματα
She lived in the city temporarily while her house was being renovated.
Έζησε στην πόλη προσωρινά ενώ το σπίτι της ανακαινιζόταν.
He worked temporarily as a consultant for the project.
Δούλεψε προσωρινά ως σύμβουλος για το έργο.
Λεξικό Δέντρο
temporarily
temporary
temporal



























