Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
temporally
01
προσωρινά, χρονολογικά
regarding time or the chronological order of events
Παραδείγματα
The project plan was developed temporally, outlining milestones and phases in a time-based order.
Το σχέδιο του έργου αναπτύχθηκε χρονικά, περιγράφοντας τα ορόσημα και τις φάσεις σε μια χρονική σειρά.
The historical narrative presented events temporally, following a chronological sequence.
Η ιστορική αφήγηση παρουσίασε τα γεγονότα χρονικά, ακολουθώντας μια χρονολογική σειρά.
Λεξικό Δέντρο
temporally
temporal



























