LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Prorate
/pɹˈɔːɹeɪt/
/ˈpɹoʊˈɹeɪt/
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "prorate"
to prorate
ΡΉΜΑ
01
divide or assess proportionally
02
make a proportional settlement or distribution
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
propylthiouracil
propylene glycol
propylene
propylaeum
propyl radical
proration
prorogation
prorogue
pros and cons
prosaic
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App