Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Proper noun
01
κύριο όνομα, κύριο ουσιαστικό
(grammar) the name of a place, person, country, etc. with its first letter capitalized
Dialect
American
Παραδείγματα
Paris is a proper noun because it names a specific city.
Το Παρίσι είναι κύριο όνομα επειδή ονομάζει μια συγκεκριμένη πόλη.
Proper nouns like ' Mount Everest' refer to unique geographical features.
Κύρια ονόματα όπως το 'Όρος Έβερεστ' αναφέρονται σε μοναδικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά.



























