LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Proof spirit
/pɹˈuːf spˈɪɹɪt/
/pɹˈuːf spˈɪɹɪt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "proof spirit"
Proof spirit
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a mixture containing half alcohol by volume at 60 degrees Fahrenheit
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
proof of the pudding is in the eating
proof
pronunciation
pronunciamento
pronucleus
proofed
proofread
proofreader
proofreading
proot
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App