Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to proofread
01
διορθώνω, ελέγχω
to read and correct the mistakes of a written or printed text
Παραδείγματα
Before submitting her essay, she asked her friend to proofread it for any typos or grammatical errors.
Πριν υποβάλει την έκθεσή της, ζήτησε από τη φίλη της να την ελέγξει για τυπογραφικά ή γραμματικά λάθη.
The newspaper editor always proofreads articles before they are published to maintain the publication's high standards of accuracy.
Ο συντάκτης της εφημερίδας διορθώνει πάντα τα άρθρα πριν από τη δημοσίευσή τους για να διατηρήσει τα υψηλά πρότυπα ακρίβειας της έκδοσης.
Λεξικό Δέντρο
proofreader
proofreading
proofread
proof
read



























