LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Proofed
/pɹˈuːft/
/ˈpɹuft/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "proofed"
proofed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
treated so as to become resistant
word family
proof
proof
Verb
proofed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
proof spirit
proof of the pudding is in the eating
proof
pronunciation
pronunciamento
proofread
proofreader
proofreading
proot
prop
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App