Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prone
01
επιρρεπής, κλινικός
having a tendency or inclination toward something
Παραδείγματα
He is prone to making impulsive decisions.
Είναι επιρρεπής στη λήψη παρορμητικών αποφάσεων.
The region is prone to earthquakes and heavy storms.
Η περιοχή είναι επιρρεπής σε σεισμούς και ισχυρές καταιγίδες.
02
προνή, ξαπλωμένος με την κοιλιά προς τα κάτω
the body positioned with the chest and stomach toward the ground
Παραδείγματα
He lay prone on the beach, feeling the warm sand beneath him.
Ήταν ξαπλωμένος πρόσθια στην παραλία, νιώθοντας τη ζεστή άμμο από κάτω του.
During the MRI the technologist instructed the patient to remain prone.
Κατά τη διάρκεια της μαγνητικής τομογραφίας, ο τεχνικός οδήγησε τον ασθενή να παραμείνει προν.
Λεξικό Δέντρο
pronate
proneness
prone



























