Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
profitably
01
κερδοφόρα, με κέρδος
in a manner that makes money
Παραδείγματα
The company expanded its market presence and operated profitably in multiple regions.
Η εταιρεία επέκτεινε την παρουσία της στην αγορά και λειτούργησε κερδοφόρα σε πολλές περιοχές.
The entrepreneur successfully launched and ran the business profitably for several years.
Ο επιχειρηματίας ξεκίνησε με επιτυχία και διεύθυνε την επιχείρηση κερδοφόρα για αρκετά χρόνια.
Λεξικό Δέντρο
unprofitably
profitably
profitable
profit



























