Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
probationary
01
δοκιμαστικός, προσωρινός
having a temporary status, subject to evaluation or trial before confirmation
Παραδείγματα
He was placed on a probationary contract for six months, with the possibility of a permanent position afterward.
Τοποθετήθηκε σε δοκιμαστική σύμβαση για έξι μήνες, με τη δυνατότητα μόνιμης θέσης στη συνέχεια.
The probationary status of the project means it can be modified or canceled depending on the results.
Η δοκιμαστική κατάσταση του έργου σημαίνει ότι μπορεί να τροποποιηθεί ή να ακυρωθεί ανάλογα με τα αποτελέσματα.



























