Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
provisionary
01
προσωρινός, υπό όρους
having a temporary or conditional nature, intended to be replaced or finalized later
Παραδείγματα
They signed a provisionary agreement while negotiating the final terms.
Υπέγραψαν μια προσωρινή συμφωνία ενώ διαπραγματεύονταν τους τελικούς όρους.
The provisionary schedule was subject to change based on further developments.
Ο προσωρινός προγραμματισμός ήταν υπό αλλαγή με βάση περαιτέρω εξελίξεις.
Λεξικό Δέντρο
provisionary
visionary
vision



























