Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pretended
Παραδείγματα
His pretended innocence did n’t fool anyone at the meeting.
Η προσποιητή αθωότητά του δεν ξεγέλασε κανέναν στη συνάντηση.
She wore a pretended expression of confidence despite her nervousness.
Φορούσε μια προσποιητή έκφραση αυτοπεποίθησης παρά το άγχος της.
Λεξικό Δέντρο
pretended
pretend



























