Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Presidency
01
προεδρία, προεδρικό μέρος
the period of time during which a president is in power
Παραδείγματα
His presidency was marked by significant economic reforms and social policies.
Η προεδρία του σημαδεύτηκε από σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις και κοινωνικές πολιτικές.
During her presidency, she focused on environmental conservation and sustainable development.
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας της, επικεντρώθηκε στη διατήρηση του περιβάλλοντος και στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Λεξικό Δέντρο
presidency
preside



























