Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
premedical
01
προϊατρικός, προπαρασκευαστικός για τη ιατρική σχολή
relating to the period or courses of study undertaken before entering medical school
Παραδείγματα
She completed her premedical studies in biology and chemistry before applying to medical school.
Ολοκλήρωσε τις προϊατρικές σπουδές της στη βιολογία και τη χημεία πριν από την αίτησή της στη ιατρική σχολή.
The premedical program offers coursework tailored to prepare students for the rigors of medical education.
Το προϊατρικό πρόγραμμα προσφέρει μαθήματα που έχουν σχεδιαστεί για να προετοιμάσουν τους φοιτητές για τις δυσκολίες της ιατρικής εκπαίδευσης.
02
προϊατρικός, προπαρασκευαστικός για τη μελέτη της ιατρικής
preceding and preparing for the study of medicine
Λεξικό Δέντρο
premedical
medical
medic



























