Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
predetermined
01
προκαθορισμένος, προκανονισμένος
decided or arranged beforehand
Παραδείγματα
The team followed a predetermined strategy to achieve their goals.
Η ομάδα ακολούθησε μια προκαθορισμένη στρατηγική για να επιτύχει τους στόχους της.
The outcome of the experiment was based on predetermined criteria.
Το αποτέλεσμα του πειράματος βασίστηκε σε προκαθορισμένα κριτήρια.
Λεξικό Δέντρο
predetermined
determined
determine



























