Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Predecessor
01
προκάτοχος, προηγούμενος
someone who held a position, office, or role before another person
Παραδείγματα
The new CEO praised her predecessor for laying a strong foundation.
Ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος επαίνεσε τον προκάτοχό της για τη θέσπιση ισχυρού θεμελίου.
His predecessor had implemented many of the policies still in use today.
Ο προκάτοχός του είχε εφαρμόσει πολλές από τις πολιτικές που χρησιμοποιούνται ακόμη σήμερα.



























