praiseful
praise
ˈpreɪz
πρειζ
ful
fəl
φαλ
British pronunciation
/pɹˈeɪzfəl/

Ορισμός και σημασία του "praiseful"στα αγγλικά

01

επαινετικός, θαυμαστικός

full of admiration or commendation
example
Παραδείγματα
Her praiseful words about the charity event inspired more people to contribute.
Οι επαινετικές της λέξεις για τη φιλανθρωπική εκδήλωση ενέπνευσαν περισσότερους ανθρώπους να συνεισφέρουν.
The praiseful tone of his email made the team feel appreciated for their hard work.
Ο επαινετικός τόνος του email του έκανε την ομάδα να νιώσει εκτιμημένη για τη σκληρή της δουλειά.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store