Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Poverty
01
φτώχεια
the condition of lacking enough money or income to afford basic needs like food, clothing, etc.
Παραδείγματα
Many families in the area live in poverty and struggle to access basic services.
Πολλές οικογένειες στην περιοχή ζουν σε φτώχεια και αγωνίζονται να έχουν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.
The government is working on policies to reduce poverty in rural communities.
Η κυβέρνηση εργάζεται για πολιτικές μείωσης της φτώχειας στις αγροτικές κοινότητες.



























