Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pound-foolish
/pˈaʊndfˈuːlɪʃ/
/pˈaʊndfˈuːlɪʃ/
pound-foolish
01
ανόητος στην αντιμετώπιση μεγάλων ποσών, απερίσκεπτος με μεγάλα ποσά
unwise in dealing with large sums
Παραδείγματα
It wo n't cost a penny and failing to do so might well prove pound-foolish.
Δεν θα κοστίσει ούτε μια πεντάρα και η αποτυχία να το κάνετε μπορεί να αποδειχθεί ανόητη στην αντιμετώπιση μεγάλων ποσών.
l'd been pound foolish.
Ήμουν pound-foolish (ανόητος στην αντιμετώπιση μεγάλων ποσών).



























