Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Potentiality
01
δυναμικότητα, πιθανότητα
the possibility of something developing, becoming actual, or achieving success in the future
Παραδείγματα
The potentiality of the new technology to revolutionize healthcare is widely recognized.
Η δυνατότητα της νέας τεχνολογίας να επαναπροσδιορίσει την υγειονομική περίθαλψη είναι ευρέως αναγνωρισμένη.
She has the potentiality to excel in any field she chooses.
Έχει τη δυνατότητα να διακριθεί σε οποιοδήποτε πεδίο επιλέξει.
02
δυναμικότητα
an aptitude that may be developed
Λεξικό Δέντρο
potentiality
potential
potent



























