Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
population growth
/pˌɑːpjʊlˈeɪʃən ɡɹˈoʊθ/
/pˌɒpjʊlˈeɪʃən ɡɹˈəʊθ/
Population growth
01
αύξηση του πληθυσμού, πληθυσμιακή ανάπτυξη
the increase in the number of individuals in a population over a specific period of time
Παραδείγματα
Population growth in urban areas has led to the expansion of infrastructure and housing.
Η αύξηση του πληθυσμού στις αστικές περιοχές έχει οδηγήσει στην επέκταση των υποδομών και της στέγασης.
The United Nations tracks global population growth to predict future needs for resources and housing.
Τα Ηνωμένα Έθνη παρακολουθούν την παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού για να προβλέψουν τις μελλοντικές ανάγκες σε πόρους και στέγαση.



























