Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
popularly
01
δημοφιλώς, ευρέως
in a way that is widely favored or recognized by a large number of people
Παραδείγματα
The song was popularly known for its catchy melody and lyrics.
Το τραγούδι ήταν δημοφιλώς γνωστό για τη μελωδία του και τους στίχους του.
The actor became popularly recognized after starring in a blockbuster movie.
Ο ηθοποιός έγινε δημοφιλώς αναγνωρισμένος μετά τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταινία blockbuster.
Λεξικό Δέντρο
popularly
popular



























