Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Popularity
01
δημοτικότητα, φήμη
the state or condition of being liked, admired, or supported by many people
Παραδείγματα
Social media platforms play a significant role in the popularity of trends.
Οι πλατφόρμες κοινωνικών δικτύων παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημοτικότητα των τάσεων.
The singer ’s popularity skyrocketed after the release of her new album.
Η δημοτικότητα του τραγουδιστή εκτοξεύτηκε μετά την κυκλοφορία του νέου του άλμπουμ.
Λεξικό Δέντρο
unpopularity
popularity
popular



























