Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
populated
01
πληθυσμιακός, πυκνοκατοικημένος
(of an area or region) inhabited by many people or living beings
Παραδείγματα
The city is highly populated, with over 10 million residents.
Η πόλη είναι πολύ πληθυσμιακή, με πάνω από 10 εκατομμύρια κατοίκους.
The populated areas near the coast tend to be more developed.
Οι πληθυσμιακές περιοχές κοντά στην ακτή τείνουν να είναι πιο ανεπτυγμένες.
Λεξικό Δέντρο
depopulated
overpopulated
underpopulated
populated
populate



























