Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Populace
01
πληθυσμός, λαός
the collective body or masses of people inhabiting a particular locality or jurisdiction
Παραδείγματα
Dissatisfaction with rising prices was growing among the populace.
Η δυσαρέσκεια για τις αυξανόμενες τιμές αυξανόταν μεταξύ του λαού.
The movement sought to raise awareness of key issues facing the city 's populace.
Το κίνημα επιδίωξε να αυξήσει την ευαισθητοποίηση για τα βασικά ζητήματα που αντιμετωπίζει ο πληθυσμός της πόλης.



























