Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
poisonous substance
/pˈɔɪzənəs sˈʌbstəns/
/pˈɔɪzənəs sˈʌbstəns/
Poisonous substance
01
δηλητηριώδης ουσία, δηλητήριο
any substance that causes injury or illness or death of a living organism
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δηλητηριώδης ουσία, δηλητήριο