LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pig-headedly
/pˈɪɡhˈɛdɪdlɪ/
/pˈɪɡhˈɛdɪdli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "pig-headedly"
pig-headedly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
γουρουνοκέφαλος
in a stubborn, unyielding, and inflexible manner
cussedly
mulishly
obdurately
obstinately
stubbornly
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App