Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
obdurately
01
πεισματικά, επιμονά
in a way that shows an unyielding refusal to change one's mind or soften in attitude
Παραδείγματα
She obdurately rejected all pleas for forgiveness.
Απέρριψε πεισματικά όλες τις εκκλήσεις για συγχώρεση.
He sat obdurately silent as the judge read the charges.
Κάθισε πεισματικά σιωπηλός ενώ ο δικαστής διάβαζε τις κατηγορίες.



























