Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pickpocket
01
πορτοφολάς, κλεφτάνθρωπος
a criminal who steals money or other goods from people's pockets or bags
Παραδείγματα
The pickpocket skillfully removed the wallet from the tourist ’s pocket without being noticed.
Ο πορτοφολάς αφαίρεσε επιδέξια το πορτοφόλι από τη τσέπη του τουρίστα χωρίς να τον παρατηρήσουν.
She realized too late that a pickpocket had stolen her phone while she was on the subway.
Συνειδητοποίησε πολύ αργά ότι ένας πορτοφολάς της είχε κλέψει το τηλέφωνό της ενώ ήταν στο μετρό.



























