Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Phobia
01
φοβία, παράλογος φόβος
an intense and irrational fear toward a specific thing such as an object, situation, concept, or animal
Παραδείγματα
The phobia of dogs she developed after a childhood incident affects her ability to interact with pets.
Η φοβία για τα σκυλιά που ανέπτυξε μετά από ένα περιστατικό στην παιδική της ηλικία επηρεάζει την ικανότητά της να αλληλεπιδρά με κατοικίδια.
They discussed various treatments for phobias, including therapy and relaxation techniques.
Συζήτησαν διάφορες θεραπείες για τις φοβίες, συμπεριλαμβανομένης της θεραπείας και των τεχνικών χαλάρωσης.



























