Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
phlegmatic
01
φλεγματικός, ατάραχος
able to keep a calm demeanor and not get emotional easily
Παραδείγματα
His phlegmatic response to the crisis helped calm the entire team.
Η φλεγματική του απάντηση στην κρίση βοήθησε να ηρεμήσει ολόκληρη την ομάδα.
She remained phlegmatic even when faced with unexpected changes.
Παραμένει φλεγματική ακόμη και όταν αντιμετώπισε απροσδόκητες αλλαγές.
Λεξικό Δέντρο
phlegmatic
phlegm



























