LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Petrol station
/pˈɛtɹəl stˈeɪʃən/
/pˈɛtɹəl stˈeɪʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "petrol station"
Petrol station
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
πρατήριο βενζίνης
a facility where vehicles can refuel with gasoline, diesel fuel, or other alternative fuels
filling station
gas station
gasoline station
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App