petrifying
pet
ˈpɛt
πετ
ri
ρι
fying
ˌfaɪɪng
φαιινγκ
British pronunciation
/pˈɛtɹɪfˌa‍ɪɪŋ/

Ορισμός και σημασία του "petrifying"στα αγγλικά

petrifying
01

τρομακτικός, πετρωτικός

causing extreme fear or terror, often to the point of paralysis or immobility
example
Παραδείγματα
The petrifying scream sent chills down his spine.
Η τρομακτική κραυγή του έκανε τα μαλλιά να σηκωθούν.
She found the horror movie absolutely petrifying.
Βρήκε την ταινία τρόμου απολύτως τρομακτική.

Λεξικό Δέντρο

petrifying
petrify
petr
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store