LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Petrifying
/pˈɛtɹɪfˌaɪɪŋ/
/pˈɛtɹɪfˌaɪɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "petrifying"
petrifying
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
απολιθωτική
causing extreme fear or terror, often to the point of paralysis or immobility
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App