Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Perspicacity
01
οξυδέρκεια, διαύγεια
the skill to understand and handle complex situations with clear understanding and cleverness
Παραδείγματα
Sarah 's perspicacity was like having a business sixth sense; she could spot a golden opportunity from miles away.
Η οξυδέρκεια της Σάρα ήταν σαν να είχε μια έκτη αίσθηση για τις επιχειρήσεις· μπορούσε να εντοπίσει μια χρυσή ευκαιρία από μακριά.
The entrepreneur 's perspicacity was n't just about intelligence; it was a magical skill that turned every challenge into a chess game he was destined to win.
Η οξυδέρκεια του επιχειρηματία δεν ήταν απλώς θέμα νοημοσύνης· ήταν μια μαγική ικανότητα που μετέτρεπε κάθε πρόκληση σε ένα παιχνίδι σκακιού που ήταν βέβαιο ότι θα κέρδιζε.



























