Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
perspicacious
01
οξυδερκής, διακριτικός
quick to understand and judge people, things, and situations accurately
Παραδείγματα
The detective 's perspicacious eyes noticed a small detail that led to the solution of the mysterious case.
Τα οξυδερκή μάτια του ντετέκτιβ πρόσεξαν μια μικρή λεπτομέρεια που οδήγησε στην επίλυση της μυστηριώδους υπόθεσης.
Grandpa 's perspicacious advice helped us avoid traffic by taking a shortcut through the quiet neighborhood.
Η οξυδερκής συμβουλή του παππού μας βοήθησε να αποφύγουμε την κίνηση παίρνοντας μια παράκαμψη μέσα από την ήσυχη γειτονιά.
Λεξικό Δέντρο
perspicaciousness
perspicacious



























