Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
persistently
01
επίμονα, με επιμονή
with determination and continuous effort, refusing to give up despite challenges or difficulties
Παραδείγματα
Despite setbacks, she persistently pursued her dream of becoming a published author.
Παρά τις αναποδιές, επίμονα κυνηγούσε το όνειρό της να γίνει δημοσιευμένη συγγραφέας.
He persistently practiced the piano to improve his skills.
Εξασκήθηκε επίμονα στο πιάνο για να βελτιώσει τις δεξιότητές του.
02
επίμονα, με επιμονή
with persistence
Λεξικό Δέντρο
persistently
persistent
persist



























